ατζαμής

ατζαμής
Επίθετο που σημαίνει αυτόν που είναι πρωτόπειρος σε δουλειά. Προέρχεται από τη λέξη ατζέμ, που σημαίνει Πέρσης. Ονόμαζαν έτσι τους Πέρσες επειδή τους θεωρούσαν αμόρφωτους και απολίτιστους. Με τον καιρό επικράτησε και στους Τούρκους η λέξη ατζαμί και στους Έλληνες α. που σημαίνει αμαθής, άπειρος. Οι Τούρκοι έλεγαν ατζαμί ογλάν τα παιδιά που έπαιρναν από τους Έλληνες και τα έκαναν γενίτσαρους, επειδή στην αρχή ήταν αγύμναστα και χωρίς στρατιωτική πείρα.
* * *
ο (θηλ. ατζαμού και άτζαμη, ουδ. -μίδικο)
1. άπειρος, αδέξιος, αδαής
2. επιστρατευμένο χριστιανόπουλο για συμπλήρωση κενού στον τουρκικό στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. acemi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατζαμής — ο (λ. τουρκ.), η, πληθ. ήδες, πρωτόπειρος, αδέξιος: Μην τον ξεσυνερίζεσαι, είναι ακόμη ατζαμής στη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδέξιος — ια, ιο (Α ἀδέξιος, ιον) αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής νεοελλ. 1. δειλός, συνεσταλμένος 2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος αρχ. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο… …   Dictionary of Greek

  • καταστροφέας — ο (Α καταστροφεύς) [καταστροφή] αυτός που καταστρέφει, ο πρόξενος καταστροφής, ο εξολοθρευτής αρχ. πάπ. αυτός που καταστρέφει το δικό του έργο, αδέξιος τεχνίτης, ατζαμής …   Dictionary of Greek

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπειρος — η, ο / πρωτόπειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά επιχειρεί να κάνει κάτι 2. (κατ επέκτ.) αδέξιος, ατζαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πειρος (< πείρα), πρβλ. πολύ πειρος] …   Dictionary of Greek

  • ageamiu — AGEAMÍU, ÍE, ageamii, adj., s.m. şi f. (fam.) Începător, novice, profan; (om) care nu se pricepe. – Din tc. acemi. Trimis de ana zecheru, 07.10.2008. Sursa: DEX 98  AGEAMÍU adj., s. v. ignorant, incapabil, incompetent, necapabil, nechemat,… …   Dicționar Român

  • άτεχνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έγινε με τέχνη, κακότεχνος: Τα έπιπλα που είχε κάνει ήταν άτεχνα. 2. αυτός που δεν ξέρει την τέχνη του, αδέξιος, ατζαμής: Η εκτύπωση δεν είναι καλή, γιατί ο τυπογράφος ήταν άτεχνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άτριφτος — η, ο 1. αυτός που δεν κοπανίστηκε, δεν αλέστηκε: Το πιπέρι ήταν άτριφτο. 2. αυτός που δεν είναι πολύ μεταχειρισμένος: Τα ρούχα που φορούσε ήταν άτριφτα, καινούργια. 3. αδαής, ατζαμής: Είναι ακόμη άτριφτος στη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχάριος — α, ο πρωτόπειρος, αδέξιος, ατζαμής: Μην τον παρεξηγείς, είναι αρχάριος στο επάγγελμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυνήθιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος, σπάνιος, εξαιρετικός: Το παιδί αυτό δείχνει μιαν ασυνήθιστη ωριμότητα. 2. αυτός που δεν εξοικειώθηκε με κάτι, άπειρος, ατζαμής: Είναι ακόμη το παιδί ασυνήθιστο στη δουλειά αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”